απόρρυτος

απόρρυτος
ἀπόρρυτος, -ον (Α) [απορρέω]
1. αυτός που απορρέει
2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή
3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπόρρυτος — running masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρύτως — ἀπόρρυτος running adverbial ἀπόρρυτος running masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρρυτον — ἀπόρρυτος running masc/fem acc sg ἀπόρρυτος running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρύτοιο — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρύτου — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρύτῳ — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρρυτα — ἀπόρρυτος running neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρρυτοι — ἀπόρρυτος running masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”